- ἴντυβος
- ἴντῠβος, ὁ, (A
ἴντουβος Edict.Diocl.6.3
) = ἔντυβος, endive, Gal.6.628: —also [full] ἰντῠβολάχᾰνον, τό, [Id.] 14.321.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἴντουβος Edict.Diocl.6.3
) = ἔντυβος, endive, Gal.6.628: —also [full] ἰντῠβολάχᾰνον, τό, [Id.] 14.321.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίντυβος — ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος) βοτ. το αντίδι, είδος φυτού τού γένους κιχώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβος (ή ίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα] … Dictionary of Greek
ἰντύβοις — ἴντυβος endive masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰντύβου — ἴντυβος endive masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰντύβων — ἴντυβος endive masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴντυβοι — ἴντυβος endive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴντυβον — ἴντυβος endive masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίντυβο — το (Μ ἰντύβιν) ο ίντυβος, το αντίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίντυβος] … Dictionary of Greek
ιντυβολάχανον — ἰντυβολάχανον, τὸ (Α) βοτ. ο ίντυβος, το αντίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίντυβος + λάχανον] … Dictionary of Greek
εντύβιον — και έντυβον και ίντυβον, το, και ίντυβος, ο (σε όλους τους τύπους υπάρχει και γραφή με ι αντί υ) βοτ. το φυτό που ονομάζεται κν. αντίδι … Dictionary of Greek